σακχαρίνη

σακχαρίνη
Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό. Είναι πολύ διαλυτή στην αλκοόλη και έχει μεγάλη γλυκαντική ισχύ (περίπου 500 φορές περισσότερο της κοινής ζάχαρης)· το υδατικό διάλυμα της διατηρεί μια γλυκιά γεύση ακόμα και σε διάλυμα 1 : 100 000. Η σ. εξάλλου δεν έχει θρεπτική αξία και σε μικρές ποσότητες δεν είναι επιβλαβής για τον οργανισμό, σε υψηλές όμως δόσεις μπορεί να βλάψει την πεπτική λειτουργία εξαιτίας της αντισηπτικής δράσης της· αποβάλλεται αναλλοίωτη στα ούρα. Η σ. παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1879 από τον Κονσταντίν Φάλ-μπεργκ και την Ίρα Ρέμσεν με οξείδωση του ορθοτολουενσουλφοναμίδιου με διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου στους 35°C. Χρησιμοποιείται ως γλυκαντική ύλη στη διατροφή των διαβητικών, στην παρασκευή των οδοντόπαστων, στα καλλυντικά προϊόντα και σε μερικούς τύπους γλυκού καπνού.
* * *
η, Ν
(βιοχ.) η ζαχαρίνη, οργανική ένωση που χρησιμοποιείται ως γλυκαντικός παράγοντας, χωρίς να έχει θρεπτική αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saccharin (< σάκχαρο + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακχαρινικός — ή, ό, Ν [σακχαρίνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σακχαρίνη …   Dictionary of Greek

  • σουλφαμιδοβενζοϊκός — και σουλφαμινοβενζοϊκός, ή, ό, Ν φρ. «σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τριών οργανικών αρωματικών οξέων, ισομερών μεταξύ τους, κυριότερο από τα οποία είναι το ο σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ, με αφυδάτωση τού οποίου προκύπτει η τεχνητή… …   Dictionary of Greek

  • σουλφιμίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σουλφιμίδια χημ. περιληπτική ονομασία οργανικών ενώσεων οι οποίες προκύπτουν κατά τη συμπύκνωση ενός σουλφοναμιδίου με ένα καρβοξυλικό οξύ, όπως λ.χ. η σακχαρίνη, που είναι σουλφιμίδιο τού βενζοϊκού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκαντικός — ή, ό αυτός που γλυκαίνει: Η σακχαρίνη είναι γλυκαντική ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”